- καταδειλιαω
- καταδειλιάωκατα-δειλιάωробеть, пугаться
(οὐδέν Xen.; χειμῶνος ὥρᾳ, ἐν τῇ μάχῃ Plut.)
ἐξεπλάγης ἢ κατεδειλίασας Dem. — остолбеневший или оробевший
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(οὐδέν Xen.; χειμῶνος ὥρᾳ, ἐν τῇ μάχῃ Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καταδειλιάσαντας — καταδειλιά̱σαντας , καταδειλιάω show cowardice aor part act masc acc pl (attic doric) καταδειλιά̱σαντας , καταδειλιάω show cowardice aor part act masc acc pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδειλιάσαντος — καταδειλιά̱σαντος , καταδειλιάω show cowardice aor part act masc/neut gen sg (attic doric) καταδειλιά̱σαντος , καταδειλιάω show cowardice aor part act masc/neut gen sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδειλιάσασιν — καταδειλιά̱σᾱσιν , καταδειλιάω show cowardice aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταδειλιά̱σᾱσιν , καταδειλιάω show cowardice aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεδειλιάσαμεν — κατεδειλιά̱σαμεν , καταδειλιάω show cowardice aor ind act 1st pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεδειλίασας — κατεδειλίᾱσας , καταδειλιάω show cowardice aor ind act 2nd sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεδειλίασε — κατεδειλίᾱσε , καταδειλιάω show cowardice aor ind act 3rd sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)